συμφόρων

συμφόρων
σύμφορος
accompanying
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συμφορῶν — συμφορά bringing together fem gen pl συμφοράζω bewail fut part act masc voc sg συμφοράζω bewail fut part act neut nom/voc/acc sg συμφοράζω bewail fut part act masc nom sg (attic epic ionic) συμφορέω bring together pres part act masc nom sg (attic …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμφόρων — συμφόρων , σύμφορος accompanying masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αινόπαρις — Αἰνόπαρις ( ιδος), ο (Α) ο δυσοίωνος, ο πρόξενος συμφορών Πάρις (πρβλ. και Δύσπαρις). [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰνὸς + Πάρις] …   Dictionary of Greek

  • αίσακος — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Πρίαμου και της Αρίσβης, σύζυγος της Αστερόπης. Από τον παππού του Μέροπα διδάχτηκε την ονειρομαντεία, με την οποία ερμήνευσε το όνειρο της Εκάβης (που είδε ότι γέννησε δαυλό αναμμένο), όταν ήταν έγκυος στον Πάρη, ως… …   Dictionary of Greek

  • επισωρευτικός — ή, ό [επίσωρευτής] αυτός που προκαλεί επισώρευση («επισωρευτικός πλούτου, συμφορών» κ.λπ.) …   Dictionary of Greek

  • ιφιγένεια — Μυθολογικό πρόσωπο. Συνδέεται με τον μύθο της Άρτεμης και της Εκάτης. Κατά την αττική παράδοση, ήταν κόρη του Θησέα και της Ελένης, ο γνωστότερος όμως μύθος την παρουσιάζει ως τη μεγαλύτερη κόρη του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας. Σύμφωνα με… …   Dictionary of Greek

  • κακοχρονιά — η κακή χρονιά, έτος δυστυχίας, στερήσεων, συμφορών, κακά χρόνια …   Dictionary of Greek

  • καταχορεύω — (Α) 1. χορεύω θριαμβευτικά πάνω από κάποιον 2. μτφ. δείχνω τη χαρά μου εναντίον κάποιου χορεύοντας, χαιρεκακώ («καταχορεύων των ῥωμαϊκῶν συμφορῶν», λεξ. Σούδα) …   Dictionary of Greek

  • κλύδωνας — ο (AM κλύδων, ωνος, Μ και κλύδωνας και κλυδών, ῶνος) 1. κύμα 2. φουρτούνα, μεγάλη θαλασσοταραχή (α. «μή άποσπᾱσθαι ἀπὸ τῶν πετρῶν, ὅταν κλύδων ᾖ καὶ χειμών», Αριστοτ. β. «βοᾷ δὴ πόντιος κλύδων ξυμπίτνων στένει βυθός», Αισχύλ.) 3. πολιτική ή… …   Dictionary of Greek

  • ομαλίζω — (ΑΜ ὁμαλίζω) [ομαλός] 1. καθιστώ κάτι ομαλό, επίπεδο, ισοπεδώνω, εξομαλύνω («κινεῑν καὶ ὁμαλίζειν τὴν γῆν», Θεόφρ.) 2. εξομοιώνω, εξισώνω («μᾱλλον δεῑ τὰς ἐπιθυμίας ὁμαλίζειν ἤ τὰς οὐσίας», Αριστοτ.) μσν. δίνω λύση σε προβληματική κατάσταση αρχ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”